δεινοπάθηση

δεινοπάθηση
η (AM δεινοπάθησις) [δεινοπαθώ]
η δεινοπάθεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βωλοδάρσιμο — το κακουχία, δεινοπάθηση …   Dictionary of Greek

  • αγανάχτισμα — αγανάχτισμα, το και αγανάχτιο, το δεινοπάθηση, καταπόνηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”